-
1 αποκλινω
1) отклонять, смещать, поворачивать(ся)(εἰς αὗλιν HH.; ἐπ΄ ἀριστερά Theocr.; τὰ πρὸς τέν Γέλαν ἀποκεκλιμένα τῆς χώρας μἐρη Diod.)
2) перен. перетолковывать(ὄνειρον ἄλλῃ Hom.)
3) опрокидывать(ἀποκλινθέντος τοῦ φορείου Plut.)
4) pass. склоняться к закату(ἡμέρας ἀποκλινομένης Her.)
5) ( о местности) быть обращенным(πρὸς τέν ἠῶ Her.; πρὸς τὰς ἄρκτους Polyb.)
6) быть склонным, склоняться(πρός τι Plat., Arst., Plut., εἴς τι Plat., Plut. и ἐπί τι Isocr., Dem.)
7) быть благосклонным(πρός τινα Dem.)
8) кончаться, пропадать Soph.
См. также в других словарях:
Τερτσέτης, Γεώργιος — (Ζάκυνθος 1800 – Αθήνα 1874). Λόγιος, αγωνιστής της Επανάστασης, ποιητής και δικαστής. Μετά την εγκύκλια παιδεία του στη Ζάκυνθο σπούδασε νομικά στο Μιλάνο και στην Παβία (1816 20). Εκεί δέχτηκε την επίδραση όχι μόνο των μεγάλων ρομαντικών… … Dictionary of Greek